- υπόρραμμα
- το, Νφόδρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπορράπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον θ. Παπάζογλου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φόδρα — η, Ν 1. εσωτερική επένδυση ενδύματος, υπόρραμμα 2. (κατ επέκτ.) κάθε είδους εσωτερική επένδυση, όπως λ.χ. από ξύλο ή από έλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. fodra < γοτθ. fodr] … Dictionary of Greek